- επικάμπτω
- (AM έπικάμπτω)1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω2. (αμτβ.) κυρτώνομαιμσν.μέσ. ἐπικάμπτομαιείμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ. Μανασσ.)αρχ.1. σχηματίζω γωνία, στροφή ή αψίδα2. στρέφομαι3. (για στρ. φάλαγγα) δίνω στη φάλαγγα τον σχηματισμό «επικαμπή»*3. (για στόλο) σχηματίζω κυρτη γραμμή για να κυκλώσω τον εχθρό4. μτφ. συγκινώ, μαλακώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμπτω «λυγίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.